αψιλία

αψιλία
αψιλιά η безденежье

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "αψιλία" в других словарях:

  • αψιλία — Αρχαίος λαός που κατοικούσε στις δυτικές πλαγιές των βουνών του Καυκάσου έως τις ακτές του Εύξεινου Πόντου. Σήμερα η περιοχή αυτή είναι τμήμα της Γεωργίας. Οι κάτοικοί της ήταν χριστιανοί, ενώ η περιοχή υπαγόταν διοικητικά στη χώρα των Λατών που… …   Dictionary of Greek

  • αψιλία — η τέλεια έλλειψη χρημάτων, απενταρία, αδεκαρία: Εκείνο τον καιρό είχε μεγάλες αψιλίες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αδεκαρία — η [αδέκαρος] απόλυτη έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία, φτώχεια …   Dictionary of Greek

  • αναπαραδιά — η έλλειψη χρημάτων, αψιλία, απενταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * στερ. + παράδες, πληθ. τού παράς] …   Dictionary of Greek

  • απενταρία — η ολοκληρωτική έλλειψη χρημάτων, αψιλία. [ΕΤΥΜΟΛ. < απένταρος. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»